-
1 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
2 показание
показание с 1) юр. η κατάθεση, η μαρτυρία 2) (прибора ) η ένδειξη* * *с1) юр. η κατάθεση, η μαρτυρία2) ( прибора) η ένδειξη -
3 свидетельство
свидетельство с 1) (показание) η μαρτυρία 2) (документ) το πιστοποιητικό* * *с1) ( показание) η μαρτυρία2) ( документ) το πιστοποιητικό -
4 свидетельство
свидетельствос1. (показание) ἡ μαρτυρία, ἡ ἀπόδειξη [-ις]:\свидетельство очевидца ἡ μαρτυρία αὐτόπτου· яркое \свидетельство ξεκάθαρη ἀπόδειξη·2. (удостоверение) τό πιστο-ποιητικό[ν]:\свидетельство о рождении τό πιστοποιητικό μητρώου· \свидетельство о браке ἡ ληξιαρχική πράξη γάμου· медицинское \свидетельство τό πιστοποιητικό ίατροῦ. -
5 доказательство
-а ουδ.1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•
вещественные, -а τα πειστήρια•
я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•
этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•
в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•
неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•
представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.
2. (μαθ.) απόδειξη•теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.
-
6 свидетель
-я α. -ница, -ы θ.μάρτυρας•быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•
брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•
свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•
свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•
он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•
вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•
призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.
|| μτφ. θεατής•эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.
-
7 свидетельство
-а ουδ.1. μαρτυρία• απόδειξη: свидетельство очевидцев μαρτυρία αυτόπτων•факты служат лучшим -ом τα γεγονότα είναι η καλύτερη απόδειξη.
|| έκθεση, διαπίστωση (γιατρών, πραγ-ματογνωμώνων κλπ.).2. αποδεικτικό, πιστοποιητικό• βεβαίωση•свидетельство о поведении πιστοποιητικό διαγωγής•
докторское свидетельство βεβαίωση γιατρού•
метрическое свидетельство πιστσπιητικό μητρώου•
-об окончании средней школы απολυτήριο μεσαίου σχολείου (μέσης εκπαίδευσης)•
медицинское свидетельство ιατρική βεβαίωση, βεβαίωση γιατρού.
εκφρ.по -у соврменников – κατά τη γνώμη των συγχρόνων (του, της κ.τ.τ.). -
8 доказательство
доказательст||вос1. (довод) ἡ ἀπό-δειξη [-ΐζ]. ἡ μαρτυρία, τό τεκμήριο[ν] / τό <-ημείο[ν], τό δείγμα (знак, признак):вещественные \доказательствова юр. τά ὑλικά τεκμήρια· неопровержимое \доказательство ἡ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη [-ις]· приводить \доказательствова προσάγω ἐπιχειρήματα· в \доказательство γιά νά τό ἀποδείξω, προς ἀπόδειξιν2. мат ἡ ἀπόδειξη [-ις]. -
9 мучение
мучени||ес τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο:подвергнуть \мучениеям βασανίζω, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια· испытывать \мучениея βασανίζομαι· с ним одно \мучение αὐτός εἶναι πραγματικό βάσανο. -
10 показание
показаии||ес1. юр. ἡ κατάθεσις, ἡ μαρτυρία / ἡ Ενορκος ὁμολογία (под присягой):давать \показаниея καταθέτω, κάνω κατάθεση· снимать \показаниея ἀνακαλώ τήν κατάθεση·2. (термометра и т. ἡ.) ἡ ἔνδει· ξις· -
11 пытка
пытк||аж1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία. -
12 свидетель
свидетел||ьм ὁ μάρτυρας, ὁ μάρτυς:\свидетель обвинения ὁ μάρτυς κατηγορίας· призывать в \свидетельи кого-л. ἐπικαλοῦμαι τήν μαρτυρία κάποιου. -
13 ябедничество
ябед||ничествос ἡ διαβολή, ἡ κατάδοση / ἡ μαρτυρία (в школе). -
14 свидетельство
[σβιντιέτιλ'στβα] ουσ. ο. μαρτυρία -
15 свидетельство
[σβιντιέτιλ'στβα] ουσ ο μαρτυρία -
16 дача
-
17 демонстрация
-и θ.1. διαδήλωση•демонстрация протеста διαδήλωση διαμαρτυρίας•
первомайская -η πρωτομαγιάτικη διαδήλωση.
2. επίδειξη, προσέλκυση της προσοχής σε κάτι.3. δείξη, δείξιμο• προβολή•демонстрация физических опытов επίδειξη πειραμάτων φυσικής•
демонстрация кинофильмов προβολή κινηματογραφικών ταινιών.
4. εμφάνιση, μαρτυρία•демонстрация единства и сплоченности διαδήλωση ενότητας και συσπείρωσης.
5. επίδειξη στρατιωτική. -
18 засвидетельствование
-я ουδ. (επι)μαρτυρία, (επι)βεβαίωση, πιστοποίηση. || επικύρωση. -
19 знак
-а α.1. σημάδι, σημείο•опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.
|| μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•
молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.
2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.
|| στίγμα, βούλα, κουκίδα.3. οιωνός, προμήνυμα•добрый знак καλό σημάδι•
дурной знак κακό σημάδι.
4. σινιάλο, σήμα•условный знак συμβατικό σήμα•
дать знак δίνω σήμα.
5. συμβολικό σημάδι•иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•
стенографические -и στενογραφικά σημάδια•
математические -и μαθηματικά σημάδια•
алфавитные -и τα φθογγόσημα.
|| μάρκα, στάμπα•фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.
6. βλ. значок.7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.
εκφρ.- и отличия – τα εύσημα•знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•- и различия – διάσημα, γαλόνια•в знак памяти – για ενθύμιο•под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. -
20 иллюстрировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иллюстрированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. εικονογραφώ (βιβλίο, περιοδικό). || μτφ.επεξηγώ•иллюстрировать свои доказательства цитатами επεξηγώ τη μαρτυρία μου με περικοπές έργων.
|| εικονογραφούμαι. || μτφ.επεξηγούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαρτυρία — μαρτυρίᾱ , μαρτυρία testimony fem nom/voc/acc dual μαρτυρίᾱ , μαρτυρία testimony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… … Dictionary of Greek
μαρτυριά — η (Μ μαρτυρία) η μαρτυρία νεοελλ. 1. το μαρτυριάτικο 2. η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος νεοελλ. μσν. φρ. «είμαι στη μαρτυρία» αποκαλύπτω κάποιον μσν. οι πλάκες τού Μωυσή με τις δέκα εντολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία, με καταβιβασμό… … Dictionary of Greek
μαρτυρίᾳ — μαρτυρίαι , μαρτυρία testimony fem nom/voc pl μαρτυρίᾱͅ , μαρτυρία testimony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρία — η 1. η κατάθεση ενός μάρτυρα στο δικαστήριο: Η μαρτυρία της συνέβαλε ουσιαστικά στην αθώωση του κατηγορουμένου. 2. διαπίστωση, πληροφορία, απόδειξη: Στα κείμενά του βρίσκουμε πολλές μαρτυρίες για την πολιτική κατάσταση της εποχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρτυριά — η η μαρτυρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρτύρια — μαρτύριον testimony neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρίας — μαρτυρίᾱς , μαρτυρία testimony fem acc pl μαρτυρίᾱς , μαρτυρία testimony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρίαι — μαρτυρία testimony fem nom/voc pl μαρτυρίᾱͅ , μαρτυρία testimony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρίαν — μαρτυρίᾱν , μαρτυρία testimony fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυριῶν — μαρτυρία testimony fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)